εὐωδίασε

εὐωδίασε
εὐωδιάζω
have a sweet savour
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευωδιάζω — (ΑΜ εὐωδιάζω) [ευωδία] 1. αναδίδω ευωδιά, μυρίζω όμορφα, μοσχοβολώ 2. (μτβ.) προσδίδω ευωδιά σε κάποιον ή σε κάτι, τόν κάνω να μοσχοβολά («γαλάζια πεταλούδα που ευώδιασε τον ύπνο της», Σολωμ.) αρχ. παθ. εὐωδιάζομαι μοσχοβολώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”